κουτσαίνω — κουτσαίνω, κούτσανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουτσαίνω — κούτσανα, κουτσάθηκα, κουτσαμένος 1. κάνω κάποιον κουτσό: Τον κούτσανες μετην πέτρα που του πέταξες. 2. βαδίζω κουτσαίνοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροκουτσαίνω — κουτσαίνω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + κουτσαίνω] … Dictionary of Greek
σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ … Dictionary of Greek
επισκάζω — ἐπισκάζω (Α) κουτσαίνω («αὐτὸς δέ ἐπέσκαζε τῷ μηρῷ αὐτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκάζω «κουτσαίνω»] … Dictionary of Greek
υποσκάζω — ΜΑ κουτσαίνω λίγο αρχ. παροιμ. «εἰ χωλῷ παροικήσεις, ὑποσκάζειν μαθήσει» δηλώνει ότι συχνά η πρόσκτηση ορισμένων, συνήθως αρνητικών, συνηθειών οφείλεται στις κακές συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάζω «χωλαίνω, κουτσαίνω»] … Dictionary of Greek
φωνηεντισμός — ο, Ν γλωσσ. η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα μιας λέξης («το ρήμα σκάζω κουτσαίνω εμφανίζει φωνηεντισμό α αν και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)keng κουτσαίνω »). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνήεν, εντός + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
διαρρέπω — (Α) κουτσαίνω, χωλαίνω … Dictionary of Greek
επικύλλωμα — ἐπικύλλωμα, τὸ (Μ) χωλότητα, το να είναι κάποιος χωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κύλλωμα (< κυλλόω, ώ «κουτσαίνω»)] … Dictionary of Greek
ετεροποδώ — ἑτεροποδῶ έω, (Α) [ετερόπους] χωλαίνω, κουτσαίνω στο ένα πόδι («ἑτεροποδοῡντες ἵπποι») … Dictionary of Greek